καλοπληρώνω

καλοπληρώνω
και καλοπλερώνω
1. πληρώνω καλά, αμείβω επαρκώς
2. εξοφλώ τα χρέη μου στην ορισμένη προθεσμία («δανείσου, καλοπλήρωσε, να σέ ξαναδανείσουν», παροιμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοπληρώνω — καλοπλήρωσα, καλοπληρώθηκα, καλοπληρωμένος, πληρώνω καλά: Η υπηρεσία αυτή καλοπληρώνει τους υπαλλήλους της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδροπληρώνω — πληρώνω αδρά, δίνω άφθονα χρήματα για κάποιον ή κάτι, καλοπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρά + πληρώνω] …   Dictionary of Greek

  • ακαλοπλήρωτος — η, ο [καλοπληρώνω] 1. αυτός που δεν καλοπληρώνεται, δεν αμείβεται ικανοποιητικά 2. (κτήμα ή εμπόρευμα) αυτός για τον οποίο δεν προσφέρεται η τιμή που αξίζει πραγματικά …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”